Στην κουζίνα του Στάθη Νικολαΐδη με παράθυρο την Πόλη!

Spread the love

Μέσα στις μέρες αυτού του καλοκαιριού, δέχθηκα ένα μήνυμα που μου μιλούσε για την περίπτωση του Στάθη Νικολαΐδη. Ένα #βιβλίο για την #Κωνσταντινούπολη, που περιγράφει στιγμές της ζωής σε συνδυασμό με την τοπική κουζίνα. Και αυτό ήταν αρκετό για να αρχίσει αυτή η κουβέντα! Διαβάστε για ένα “ταξίδι” στο χρόνο, εδώ, στο #eftalivegr.

Αριστείδης Καρεμφύλλης: Ποια είναι η πιο έντονη μνήμη από την Πόλη που σε στοιχειώνει μέχρι σήμερα;

Στάθης Νικολαΐδης: Θέλω κάτ’ αρχάς να σε ευχαριστήσω Αριστείδη Καρεμφύλλη καθώς και τον εκδότη σας, Αλέξανδρο Τανασκίδη για την σπουδαία δουλειά που κάνετε στο eftalive.gr με πολύ μεγάλη επιτυχία. Φέτος συμπληρωθήκαν 47 ολόκληρα χρόνια από την αποφράδα για μένα ημέρα, την 27 Μαΐου του 1974 που με στοιχειώνει ακόμα. Θυμάμαι εκείνο το απόγευμα ένα κρουαζιερόπλοιο που με πήρε από το λιμάνι της Πόλης, τον Γαλατά, για να με φέρει στον Πειραιά. Εγώ ξερίζωνα από μέσα μου μια ολόκληρη ζωή και αποχαιρετούσα την Αγιά Σοφία που αγέρωχη κρατούσε την ελληνική ορθόδοξη λεβεντιά της.

 

Α.Κ.: Λογοτεχνία και μαγειρική. Ποια η σχέση μεταξύ των δύο;

Σ.Ν.: Ο λόγος της τέχνης είναι σαν ένα καλό μαγειρεμένο φαγητό που δεν αρκεί να βάλεις τα σωστά υλικά και την εκτέλεση αλλά χρειάζεται έμπνευση, θέληση, δημιουργία και μεράκι, έτσι λοιπόν μέσα από τις αναμνήσεις μου ανέβλυσαν οι μυρωδιές της πόλης που με κατάθεση ψυχής τις κατέγραψα στο νέο μου βιβλίο “Κωνσταντινούπολη θυμάμαι και γεύομαι”. Δεν έγραψα ένα βιβλίο μαγειρικής αλλά μαγειρική μέσα από την λογοτεχνία, πιστεύω αυτή η πρωτοτυπία μου εκτιμήθηκε και την αγκάλιασε ο κόσμος.

Α.Κ.: Διαβάζουμε στο βιβλίο σου για την πορεία των πραγμάτων στην Κωνσταντινούπολη μέχρι τον διωγμό. Ποια ήταν τα κίνητρα για να γράψεις αυτό το βιβλίο;

Σ.Ν.: Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι διωγμός Ελλήνων με Ελληνική υπηκοότητα έγινε μόνο το 1964 όλοι οι άλλοι λεγόμενοι διωγμοί ήταν εξαναγκασμοί και αυτό είναι το χειρότερο. Οι Ρωμιοί της Πόλης είχαν τουρκική υπηκοότητα οπότε δεν μπορούσαν να σε διώξουν, αλλά η πίεση που μας ασκούσαν ήταν αφόρητη, πράγμα που το ζούμε μέχρι σήμερα. Έτσι λοιπόν, θέλησα από το 1959 μέχρι το 1974 να σκιαγραφήσω και να περιγράψω την ζωή μας στην Κωνσταντινούπολη πως ζούσαμε μέσα από τα δικά μου μάτια. Δώδεκα  χρόνια έγραφα και έσβηνα μέχρι να βγει αυτό το αποτέλεσμα στο βιβλίο μου.

 

Α.Κ.: Η μητέρα σου έχει κυρίαρχο ρόλο στις σελίδες του βιβλίου σου. Δώσε μου την πιο ισχυρή σου ανάμνηση από αυτή.

Σ.Ν.: Η μητέρα νομίζω είναι το πιο ιερό σύμβολο που έχει ο κάθε ένας μας. Κυρίως μία μητέρα όπως η δική μου, Κωνσταντινούπολιτισσα μάνα που κρατούσε τα ινία σε όλα τα επίπεδα. Οικονομικά, κοινωνικά, επικοινωνιακά, την διαπαιδαγώγηση και κυρίως την κοινωνική μόρφωση μας γιατί οι πατεράδες μας έφευγαν πολύ πρωί και επέστρεφαν αργά βράδυ. Μια από τις αξέχαστες αναμνήσεις μου ήταν όταν τα τελευταία χρόνια πριν φύγω από την Πόλη, εργαζόμουν, μου είχε επιβάλει κάθε μήνα να δίνω κάποιο χρηματικό ποσό για τα έξοδα του σπιτιού. Γιατί έπρεπε να συμβάλω και εγώ στο σπίτι, έλεγε. Την ημέρα που θα έφευγα από την Πόλη και επιβαλλόταν να φύγω για να μην υπηρετήσω στο τουρκικό στρατό, με φώναξε η μητέρα μου και μου έδωσε έναν φάκελο με όλα τα λεφτά που έδινα από τον καιρό που εργαζόμουν για το σπίτι λέγοντας “αυτά είναι τα λεφτά που μου έδινες και τα φύλαξα, δεν τα χρησιμοποίησα καθόλου, είναι δικά σου, τώρα που ανοίγεις τα φτερά σου στην Ελλάδα”. Ακόμα και αυτή την στιγμή αυτήν η ανάμνηση όπως και πολλές άλλες με συγκινούν.

 

Α.Κ.: Γιατί αποφάσισες να γράψεις βιβλία;

Σ.Ν.: Από μικρός έγραφα εκθέσεις και πάντα ήθελα να καταγράφω αληθινά γεγονότα και ιστορίες και πάντα ήθελα τα γραπτά μου να είναι όπως ο αληθινός προφορικός λόγος, έτσι επικοινωνώ με τον κόσμο. Το πρώτο μου βιβλίο ήταν μια αληθινή ιστορία και βέβαια αυτό το βιβλίο, το “Κωνσταντινούπολη θυμάμαι και γεύομαι” είμαι εγώ και οι αναμνήσεις μου μέσα από τις γεύσεις μου.

 

Α.Κ.: Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ένας πλούσιος «τσελεμεντές». Ποια είναι η αγαπημένη σου συνταγή;

Σ.Ν.: Τσελεμεντές ήταν το επίθετο του πρώτου μάγειρα που δημοσίευσε συνταγές. Εγώ δεν είμαι μάγειρας, δεν θέλησα ποτέ να δώσω συνταγές αλλά να αναβιώσω τις συνταγές της μητέρας μου έτσι όπως ήταν το τετράδιο της μαυρισμένο, καψαλισμένο και λιγδιασμένο μέσα από αφηγήσεις και γεγονότα και δεν μπορώ να ξεχωρίσω καμία συνταγή διότι κάθε συνταγή για μένα είναι και μια ανάμνηση και νοσταλγία.

Α.Κ.: Τι θα ήθελες να ακούσεις από έναν αναγνώστη;

Σ.Ν.: Σαφώς κάθε συγγραφέας θέλει να ακούσει κολακευτικά λόγια και με αυτό το βιβλίο μου που αισίως έχει φθάσει από Αμερική, μέχρι Αυστραλία και σε όλη την Ευρώπη και είμαστε στην προετοιμασία και για τρίτη έκδοση, είμαι πολύ χαρούμενος, έχω ακούσει τα πιο κολακευτικά και συγκινητικά λόγια από όλους. Και βέβαια τα ακούω για αυτό που μόχθησα, ότι είμαι άμεσος και επικοινωνιακός. Οφείλω και δημόσια ένα μεγάλο ευχαριστώ στην εκδότρια μου την κυρία Σοφία Δέρε που με εμπιστεύτηκε που με πίστεψε και μαζί δουλέψαμε μήνες ολόκληρους για να δώσουμε αυτό το καταπληκτικό αποτέλεσμα στο βιβλίο που χειροκροτείται από όλους.

 

Α.Κ.: Δώσε μου μια ευχή για το μέλλον.

Σ.Ν.: Νομίζω η καλύτερη ευχή για το μέλλον είναι να είμαστε υγιείς με αγάπη να ελπίζουμε και να έχουμε θετική ενέργεια και το πιο σημαντικό να συμπεριφερόμαστε στον απέναντι μας όπως θα θέλαμε να μας συμπεριφερθεί. Το μεγαλείο στην ζωή είναι να λέμε εσύ και όχι εγώ.


Και κάπως έτσι φτάσαμε στο τέλος. Με δυο λόγια, πολλές ιστορίες και πολλά αρώματα από τις γειτονιές της Κωνσταντινούπολης, που τόσο έχει καταφέρει να μαγέψει τα πλήθη. Και τελικά, σκέφτομαι, τι θα ήταν ένα βιβλίο χωρίς τις υπόλοιπες αισθήσεις; Σας αφήνω να απαντήσετε μόνοι σας!

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: