Θα μου πεις πώς γίνεται να μην φοράμε τους ίδιους φόβους,
κορμιά σκαφτά στον ήλιο, λιωμένα από τον πόθο,
ιδρωμένα από τα τέρατα που κουβαλάμε,
λουσμένοι ίσα με το λαιμό μας, στις ανάσες μας τις κοπιαστικές…
Λένε, οι άνθρωποι που αγαπιούνται μια φορά,
αν από την επόμενη κιόλα στιγμή χωριστούν, θα αγαπιούνται για πάντα…
Πως γίνεται να μην το καταφέραμε άραγε οι όποιοι, οι λίγοι, οι πολλοί, οι εμείς, οι κανείς,
στον Καιάδα αυτό που ασθμαίνουμε τα σαρκία μας σέρνοντας για το παραπέρα;
Είναι αφόρητη η ζωή των μοναχών,
αφόρητη κι εκείνων που με ασκητικό φως παλεύουν τα σκοτάδια τους στο “μαζί” τους
λυτρωμένοι…
Μήπως δεν το πάλεψε ο κόσμος;
Μήπως δεν το στρίμωξε το φως σε σπιρτόκουτο σκιερό,
μα κι αν ναι, πάλι, μούχλιασε, λίγο αέρα δεν άνοιξε, θαρρείς τιμωρία να μην το δει ο ήλιος…
Τα βήματα, όσα κι αν γίνουν, όσα κι αν κοιτάξουν να πάνε προς τα μπρος,
με ένα αλώβητο πέλμα γυρνάνε από μέσα τους λαβωμένα και προς τα πίσω
και αγωνιούν να πιάσουν τον δρόμο που θα τα ταξιδέψει να βαδίσουν το βαρύδι τους
και πάλι κάποτε μαζί…
Λάβε και φάε,
τούτο εστί το ανέστιο κορμί μου, το καταξοδεμένο στης αμαρτίας τους σκυθρωπούς ναούς…
Πιες εξ αυτού,
τούτο εστί το κενό μου μάτι που πλανήθηκε στου έρωτος τους κλυδωνισμούς…
Πληγώσαμε και πληγωθήκαμε.
Μήπως δεν είναι αγώνισμα του ανθρώπου αυτό,
άθλημα ολυμπιακό με αδάχτυλες γροθιές στους τοίχους ματωμένες;
Τάχα, ποιος στη ζωή δεν πληγώνεται προσπαθώντας να μην πληγωθεί;
Ξέρεις, όσο και να παλεύουμε να μισηθούμε,
κάτι βαθιά μας μέσα θα μας λασπώνει
και στον βούρκο εκείνο συνάμα θα υψώσουμε χέρια πλεγμένα να σωθούμε.
Μη με μισήσεις, δεν έχω άλλο να φάω, να κατασπαράξω από το μέσα μου.
Κι αν με μισήσεις, τουλάχιστον μονάχα αυτό,
μίσησέ με όσο σαν να μ’αγαπούσες…
Διαβάζεται ακούγοντας…