Η οθωμανική περίοδος στην Ελλάδα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης μέχρι και την επανάσταση του 1821 πέρασε από διαφορετικά στάδια.
Η οθωμανική διοίκηση των επαρχιών είχε δύο βασικές λειτουργίες. Οι τοπικοί άρχοντες στις επαρχίες είχαν στρατιωτικό ρόλο και οικονομικό ως εισπράκτορες του φόρου.
Οι Οθωμανοί χώρισαν την Ελλάδα σε έξι σαντζάκια (περιφέρειες), με κυβερνήτη που λογοδοτούσε στον σουλτάνο και τοπικούς άρχοντες σε διαφορετικές βαθμίδες οι οποίοι για τις χριστιανικές κοινότητες ήταν Έλληνες.
Στην οθωμανική Ελλάδα η οικονομική ζωή έγινε σε μεγάλο βαθμό αγροτική και μόνο στα αστικά κέντρα και στα νησιά άνθισε, αργότερα, το εμπόριο.
Μετά τα τέλη του 16ου αιώνα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε σε παρακμή, έγινε μεγάλη υποτίμηση του νομίσματος και κατακόρυφη άνοδος των τιμών. Μεγάλο μέρος του εμπορίου και της οικονομίας της αυτοκρατορίας αφέθηκε στους Χριστιανούς όπως και στους Εβραίους.
Προεστοί – Κοτζαμπάσηδες
Οι κοτζαμπάσηδες ήταν οι κοινοτικοί άρχοντες και εκπρόσωποι των χριστιανικών κοινοτήτων σε επίπεδο επαρχίας και τις εκπροσωπούσαν σε όλες τις σχέσεις τους με την οθωμανική εξουσία. Σε επίπεδο χωριών υπήρχαν επίσης οι δημογέροντες ως πρώτη βαθμίδα εξουσίας. Η θέση του κοτζάμπαση δινόταν από τους Οθωμανούς ή γινόταν με εκλογή από τους δημογέροντες της περιοχής. Στο πλαίσιο της κοινοτικής αυτοδιοίκησης που ίσχυε επί τουρκοκρατίας, οι χριστιανοί άρχοντες είχαν διοικητικές και δικαστικές εξουσίες. Σε άλλες περιοχές εκλέγονταν από τις τοπικές κοινωνίες δια βοής ενώ σε κάποιες άλλες τοποθετούνταν με απόφαση της οθωμανικής εξουσίας. Είχαν την ευθύνη να μαζεύουν τους φόρους και να εκτιμούν τη φορολογική ικανότητα των ραγιάδων.