Μια πανδημία εμποδίων και ανατροπών θα αντιμετωπίσουν οι φετινοί υποψήφιοι των πανελλαδικών εξετάσεων. Εκτός από την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ), που δημιούργησε εκατόμβες εξοστρακισμένων υποψηφίων, την αυξημένη εξεταστέα ύλη σε σχέση με το 2021, τον κυκεώνα των νέων συντελεστών βαρύτητας στα εξεταζόμενα μαθήματα, που έφτασαν συνολικά τους 5.611 (!) για 461 τμήματα, στον εξεταστικό «γολγοθά» ήρθε να προστεθεί η μείωση 9.021 θέσεων στα ΑΕΙ της χώρας. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ονομαστική μείωση εισακτέων τα τελευταία 20 χρόνια, η οποία ανακοινώθηκε μια ανάσα πριν από τις Πανελλαδικές εξετάσεις «κόβοντας τα πόδια» των υποψηφίων.
Το προηγούμενο διάστημα, οι διαρροές από το υπουργείο Παιδείας άφηναν να εννοηθεί ότι ο σχεδιασμός θα περιλαμβάνει τη μείωση των εισακτέων σε εκείνες τις σχολές που «άδειασαν» λόγω της ΕΒΕ. Η επιδίωξη ωστόσο του υπουργείου Παιδείας να συγχωνευθούν ή να καταργηθούν τμήματα έπεσε πάνω στις ενστάσεις των πρυτανικών αρχών και των Συγκλήτων των ιδρυμάτων, μεταθέτοντας τη συζήτηση για το επόμενο διάστημα. Είναι ενδεικτικό ότι από την πολυδιαφημιζόμενη «αναδιάταξη» του ακαδημαϊκού χάρτη, μόνο δύο τμήματα δεν περιλαμβάνονται στο φετινό μηχανογραφικό. «Θα μειώσουμε τους εισακτέους στα κεντρικά πανεπιστήμια και θα τους αυξήσουμε στα περιφερειακά» είχε δηλώσει πριν από λίγες ημέρες η Νίκη Κεραμέως. Ωστόσο ούτε οι θέσεις στα περιφερειακά ιδρύματα αυξήθηκαν, ούτε είχε υπολογίσει κανείς μια μείωση τέτοιας έκτασης.
Το πονηρό δίλημμα
Την ίδια στιγμή, οι χιλιάδες θέσεις που κόβονται στα κεντρικά ιδρύματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης δημιουργούν ένα επιπρόσθετο πρόβλημα και επιτείνουν την αγωνία των οικογενειών, δεδομένου ότι στις πόλεις αυτές κατοικοεδρεύει η πλειοψηφία των υποψηφίων και υπάρχει η μεγαλύτερη ζήτηση. Αν το κόστος των σπουδών σε πόλη εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας φάνταζε μέχρι σήμερα δυσβάσταχτο για πολλές οικογένειες, στη συνθήκη αβεβαιότητας που ζούμε λόγω των ανατιμήσεων και της ακρίβειας, που έχει ξετινάξει τα νοικοκυριά, θα είναι πλέον απαγορευτικό. Με ύπουλο και έντεχνο τρόπο μπαίνει λοιπόν το δίλημμα: σπουδές σε άλλη πόλη με το ανάλογο κόστος ή σπουδές σε ένα ιδιωτικό κολέγιο στον τόπο κατοικίας; Εκεί που το κράτος γεννά τεχνηέντως εμπόδια για τη συνέχιση των σπουδών στα δημόσια πανεπιστήμια, η ιδιωτική εκπαίδευση έρχεται -με το αζημίωτο- να δώσει τη λύση.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο εκπαιδευτικός αναλυτής Στράτος Στρατηγάκης, το πρόβλημα είναι ευρύτερο: «Ο αριθμός των θέσεων στα ΑΕΙ του Λεκανοπεδίου δεν αντιστοιχούν στην πληθυσμιακή αναλογία των κατοίκων του Λεκανοπεδίου. Αν θεωρήσουμε ότι στο Λεκανοπέδιο ζει το 40% του πληθυσμού της Ελλάδας, θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουμε και το 40% των θέσεων των εισακτέων. Δηλαδή θα έπρεπε να έχουμε περίπου 28.000 θέσεις, ενώ φέτος έχουμε 17.898. Αν συνυπολογίσουμε και Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Κρήτη, Δωδεκάνησα και Κυκλάδες, που αν θέλουν οι κάτοικοί τους να σπουδάσουν συγκεκριμένα αντικείμενα, όπως Νομική, Τοπογραφία, Καλές Τέχνες και άλλα, πρέπει να έρθουν στην Αθήνα, καταλαβαίνουμε ότι οι 17.898 θέσεις στην Αττική δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες και την αναλογία κατοίκων».