Έριχνε το ζεστό, λυτρωτικό του φως ο ήλιος μέσα στην αίθουσα του κτιρίου Μ2 με τα ψηλά σταντς στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, όπου ήταν καταγεγραμμένη η Ιστορία, η βιαιότητα του ξεριζωμού, η εγκατάλειψη της ζωής. Εκεί, τους έλεγαν Ρωμιούς, για εδώ, ήταν οι Τουρκόσποροι!
Δεν τους ήθελε η γης, μα εκείνοι έπρεπε να επιβιώσουν, για τα παιδιά τους, για τις περιουσίες που άφησαν πίσω, για τους ίδιους, για την ίδια τη ζωή. Το χρωστούσαν στην ΕΛΠΙΔΑ που τους κουβάλησε ως εδώ, να έχουν ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους, να μπορούν να στεγάσουν την προσφυγιά, μαζί με τα όνειρα, μαζί με τη ΖΩΗ τους.
Νούμερα, πίνακες, κατανομές, ιστογράμματα, όλα να αποτυπώνουν τον πόνο και το αδιανόητο. Να αποτυπώνουν εύγλωττα όλα αυτά που, οι επίγονοι εμείς, ξεχνάμε τόσο φροντισμένα, με μνήμη τόσο κοντή, εξοργιστικά ανήμποροι να φωνάξουμε για τα «σκοτάδια» της πόλης μας. Μιας πόλης κατακαμένης τότε – από την πυρκαγιά του ’17 – που μετρούσε τις πληγές της και πάλευε ν’ αναστηθεί, που σαν σε επιστημονική φαντασία, μέσα σ’ αυτήν την περίκαυστη ζώνη, έφταναν χιλιάδες οι ξεριζωμένοι κι έκαναν σπίτια τους το χώμα της, τις εκκλησιές και τους δρόμους της, τα γήπεδα και τα στρατόπεδά της.
Τραπεζούντα, Κορδελιό, Καππαδοκία, Καισάρεια, Σαφράμπολη, Έφεσος, Σμύρνη, Τσεσμές είναι μερικές μόνο απ’ τις αφετηρίες της μακράς ιστορίας των ανθρώπων με τα μπαγάζια στους ώμους και την περηφάνεια στα πρόσωπα που έμελλε να διαγράψουν παρέα με τους ντόπιους Θεσσαλονικείς, σ΄ ένα πλατύ μωσαϊκό προσφυγικών συνοικισμών, με ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά -αυτά που κουβαλούσαν απ’ τις χαμένες πατρίδες- και με ειδική μέριμνα πάντοτε για Σχολείο και Εκκλησιά, σε κάθε προσφυγική τοποθεσία.
Κοιτούσαμε με δέος στις φωτογραφίες κι ήταν οι γιαγιάδες κι οι παππούδες μας, ήταν οι μανάδες και οι πατεράδες μας, ήταν ολόκληρα τα γενεαλογικά μας δέντρα. Σ΄αυτές τις ιστορικές φωτογραφίες ήμασταν ΕΜΕΙΣ! Που πρέπει να ξέρουμε, πρέπει να θυμόμαστε, πρέπει να αναγνωρίζουμε στο αίμα μας την Προσφυγιά. Μέσα στις πατημασιές που χαράχτηκαν στα μάρμαρα των Μνημείων της πόλης (Άγιος Δημήτριος, Αχειροποίητος) όπου στήθηκαν πρόχειρα καταυλισμοί, στις φωνές των παιδιών που ανδρώθηκαν με το στίγμα του ξενοφερμένου, στα σπίτια και στις γειτονιές που στέγασαν σιγά σιγά τις ζωές τους.
Σε όλα αυτά οφείλουμε τη στοιχειώδη αποδοχή, τη μέριμνα, την ομαλή ενσωμάτωση των ξεριζωμένων. Σε κάθε τοιχίο της Άνω Πόλης, σε κάθε διώροφο σπιτάκι, απομεινάρι της προσφυγιάς, από την Τούμπα και τις 40 Εκκλησιές ως την Καλαμαριά και την Περαία που ξέρουμε πως κουβαλά τις Μνήμες αυτής της πόλης, οφείλουμε να αναγνωρίζουμε τα χνάρια και τις πληγές, μαζί με την Αναγέννησή της που τη χρωστά και σε αυτά τα εργατικά χέρια.
Είναι ένα ταξίδι γνώσης και αναγνώρισης. Στημένο με επιστημονική φροντίδα και αγάπη για την πόλη, από εθελοντές επιστήμονες. Για να προσφέρει το δώρο της κατανόησης της Ιστορίας, με απλότητα και ουσία, όπως την περιέγραψαν οι λογοτέχνες της και όπως η μυρωδιά της θάλασσάς της φέρνει στον νου.
*Ο διπλωματούχος ξεναγός Ιωάννης Κιουρτσόγλου χαρίζει τις ιστορικές γνώσεις και τη φωνή του στα καταγεγραμμένα και καθοδηγεί σχετικά με τις αιτίες και τα αποτελέσματα.
Σπεύσατε για το υπόλοιπο των ημερών, βάλτε στο πρόγραμμα την επίσκεψη.
Την έρευνα, την οργάνωση του υλικού και την επιμέλεια της έκθεσης έχουν αναλάβει οι καθηγητές του τμήματος Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ: Αθηνά Βιτοπούλου, Μαρία Δούση, Σοφοκλής Κωτσόπουλος, Μιχάλης Νομικός και Εριφύλη Χοντολίδου.
Συνεργάτες: Δημοσθένης Σάκκος, υποψήφιος διδάκτωρ ΤΑΜ|ΑΠΘ, Σμαρώ Κατσάγγελου, αρχιτέκτων ΑΠΘ, Θάλεια-Πελαγινή Κάλφα, Σοφία Μέρμηγκα Αγγελή, Κωνσταντίνος Τσίντσης, Μαρία Σοφοτάσιου, φοιτητές ΤΑΜ |ΑΠΘ και Ιωάννης Άγγελος Μπελής, φοιτητής ΤΜΧΑ |ΑΠΘ.
Με τη συνεργασία του Ιδρύματος Heinrich Böll Stiftung και του Κέντρου Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Χορηγοί της έκθεσης είναι οι: Σταύρος Ανδρεάδης, Ζωή Παπαγεωργίου.
*«Από τη Μικρά Ασία στη Θεσσαλονίκη: Η Αναγέννηση μιας πόλης».
Φουαγιέ του κτηρίου Μ2 του ΟΜΜΘ.
Είσοδος Ελεύθερη